- ἐνθοῦ
- ἔρχομαιiboaor imperat mid 2nd sg (attic doric)ἐντίθημιput inaor imperat mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔνθου — ἐντίθημι put in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… … Dictionary of Greek